- εὐθυντικός
- εὐθυντικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθυντικός — εὐθυντικός, ή, όν (Α) [ευθυντής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευθύνη ή «τὰς εὐθύνας» τών αρχόντων («λόγος εὐθυντικός», «δικαστήριον εὐθυντικόν») … Dictionary of Greek
εὐθυντικόν — εὐθυντικός of masc acc sg εὐθυντικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)